Κυριακή 15 Μαΐου 2011
Geronimo - Τζερόνιμο (16 Ιουνίου 1829 - 17 Φεβρουαρίου 1909)
Αν και έδρασε κυρίως τον 19ο αιώνα, ο Τζερόνιμο, ηγέτης των επαναστατημένων Ινδιάνων, με τις ενέργειες και τις πράξεις του τα τελευταία χρόνια της ζωής του (κυρίως με την απόφασή του να εγκαταλείψει τον ένοπλο αγώνα) σημάδεψε τις αρχές του 20ού αιώνα και ουσιαστικά καθόρισε το μέλλον των ΗΠΑ, επιτρέποντας στους λευκούς ηγεμόνες να προχωρήσουν στην ολοκλήρωση της δημιουργίας του ομοσπονδιακού κράτους, θέτοντας ταυτόχρονα τους Ινδιάνους σε απόλυτο κοινωνικό αποκλεισμό.
Τον Ιούνιο του 1829 στο φαράγγι Ντοντογιόν της Αριζόνας γεννιέται το τέταρτο παιδί μιας 10μελούς οικογένειας της φυλής των Απάτσι με το όνομα Μπεντονκόχε, που σημαίνει «Αυτός που χασμουριέται». Ο μικρός, που πήρε στη συνέχεια το όνομα Τζερόνιμο, από μικρός έδειξε ότι δεν του άρεσε καθόλου να χασμουριέται, αφού ήταν ιδιαίτερα δραστήριος. Έμαθε την ιστορία της φυλής του, έμαθε να πολεμάει και να κυνηγάει ενώ έδειχνε από μικρός τα ηγετικά του προσόντα. Ο Τζερόνιμο βίωσε όπως και οι πρόγονοί του την προσπάθεια των «λευκών» (Ισπανών στην αρχή και Βορειοαμερικανών στη συνέχεια) να προσαρτήσουν τις περιοχές όπου ζούσαν οι Απάτσι, οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια αντιστέκονταν σθεναρά. Το 1846, σε ηλικία 17 ετών, ο Τζερόνιμο γίνεται μέλος του πολεμικού συμβουλίου της φυλής, ενώ ταυτόχρονα επιδεικνύει ιδιαίτερη μαχητικότητα σε μάχες και επιδρομές που γίνονταν κυρίως σε περιοχές του Μεξικού. Ερωτεύεται μια όμορφη Ινδιάνα ονόματι Αλόπη, την παντρεύεται και αποκτούν τρία παιδιά, ζώντας μια απλή και ήσυχη οικογενειακή ζωή.
Όλα, όμως, αλλάζουν το 1858, όταν μέλη της φυλής, ανάμεσά τους και ο Τζερόνιμο με ολόκληρη την οικογένειά του, ξεκινούν εμπορικό ταξίδι για να πουλήσουν διάφορα προϊόντα τους. Εκείνη την εποχή υπήρχε ειρήνη τόσο με τις διάφορες φυλές των γύρω περιοχών όσο και με τους Μεξικανούς. Σταματούν στην πόλη Κασκιγέ για εμπορικές συναλλαγές αφήνοντας τα γυναικόπαιδα σε έναν πρόχειρο καταυλισμό λίγο έξω από την πόλη. Μεξικανικά στρατεύματα επιτίθενται στον καταυλισμό σκοτώνοντας όσους βρίσκουν εκεί, συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της οικογένειας του Τζερόνιμο. Ο ίδιος πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη. Επιστρέφει στην εστία του, βάζει φωτιά σε όλα του τα υπάρχοντα και για έναν χρόνο μένει βυθισμένος στη θλίψη του. Εμφανίζεται ξαφνικά ύστερα από έναν χρόνο και ζητεί από διάφορες φυλές να ξεθάψουν το τσεκούρι του πολέμου!
Το 1874 οι αμερικανικές αρχές υποχρεώνουν 4.000 Απάτσι να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες και τους στέλνουν σε έναν καταυλισμό, σε μια άγονη περιοχή της Αριζόνας.
Οι αγανακτισμένοι και πεινασμένοι Ινδιάνοι, μην έχοντας πλέον άλλη διέξοδο, είναι υποχρεωμένοι να πολεμήσουν. Με ηγέτη τον Τζερόνιμο οι Ινδιάνοι μάχονται με αγριότητα. Το 1878 ο διοικητής της περιοχής, συνταγματάρχης Τζορτζ Κρουκ, καταφέρνει να πείσει τους Ινδιάνους να σταματήσουν να πολεμούν. Οι διάδοχοί του, όμως, ασκούν κάκιστη διοίκηση υποχρεώνοντας και πάλι τον Τζερόνιμο και τους χιλιάδες συντρόφους του να πάρουν τα όπλα. Με τον καιρό ο Τζερόνιμο μένει να πολεμάει μόνος του μαζί με 35 άνδρες, 8 παιδιά και περίπου 100 γυναίκες οι οποίοι συνεχίζουν να πιστεύουν στον αγώνα του. Στο κυνήγι του ρίχνονται χιλιάδες στρατιώτες, ώσπου κάποια στιγμή εντοπίζεται. Έρχεται σε επαφή με τον στρατηγό Μάιλς, που ήταν ο μοναδικός ίσως λευκός στον οποίο ο Τζερόνιμο είχε κάποια εμπιστοσύνη. Ύστερα από 20 χρόνια αντάρτικου ο Τζερόνιμο έχει κουραστεί και θέλει να επιστρέψει στην πατρίδα του και στους ανθρώπους της φυλής του για να ζήσει ειρηνικά. Ερχεται σε συμφωνία με τον στρατηγό να σταματήσει να πολεμάει, με τον όρο να παραχωρήσουν στον ίδιο και στους συντρόφους του μια περιοχή στην οποία θα υπήρχε ό,τι χρειάζονταν για να ζήσουν. Παραδίδεται, αλλά αντί να τον πάνε εκεί όπου του υποσχέθηκαν τον στέλνουν σε φυλακές καταναγκαστικών έργων στη Φλόριντα, όπου παραμένει για δύο χρόνια. Στη συνέχεια μεταφέρεται ταπεινωμένος στο Φορτ Σιλ της Οκλαχόμας, χωρίς να έχει δικαίωμα επιστροφής στην αγαπημένη του Αριζόνα. Εκεί προσπαθεί να «σωφρονισθεί» μαθαίνοντας το τρόπο ζωής των λευκών αλλά σύντομα αντιλαμβάνεται ότι η διαφορά της κουλτούρας είναι τόσο μεγάλη και οι διαφορές τόσο πολλές που γρήγορα εγκαταλείπει την προσπάθεια. Το μόνο που του επέτρεψε το υπουργείο Πολέμου ήταν να πουλάει φωτογραφίες του για να βγάζει τα προς το ζην, κάτι που για αυτόν ήταν επίσης ατιμωτικό, αφού κατάλαβε ότι είχε πλέον μετατραπεί σε «τουριστικό» αξιοθέατο.
Λίγο προτού πεθάνει διηγήθηκε την ιστορία του στον Σ. Σ. Μπάρετ, αναφέροντας τις απόψεις του για την αντιμετώπιση που είχαν οι Ινδιάνοι. Πέθανε ευχαριστώντας τον πρόεδρο των ΗΠΑ που επέτρεψε την έκδοση της αυτοβιογραφίας του έτσι ώστε να τη διαβάσουν όλοι και να μάθουν τι ακριβώς συνέβη. Μεγάλο του όνειρο ήταν να επιστρέψουν οι Ινδιάνοι στις πατρογονικές τους εστίες, πράγμα που δεν συνέβη ποτέ. Από τότε και ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι εναπομείναντες Ινδιάνοι των ΗΠΑ παρέμεναν εντελώς αποκλεισμένοι και αποκομμένοι από τον σύγχρονο πολιτισμό ζώντας σε απομονωμένους και απομακρυσμένους καταυλισμούς, χωρίς χρήματα, εκπαίδευση ή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, όμως, οργανώθηκαν και κατάφεραν να πετύχουν μια σειρά νομοθετικές ρυθμίσεις που τους επιστρέφουν σημαντικές περιοχές, ενώ ήδη λαμβάνουν μεγάλες αποζημιώσεις με τις οποίες δημιουργούν σιγά-σιγά σύγχρονες κοινότητες. Το πνεύμα του Τζερόνιμο ίσως αρχίζει και ησυχάζει...
Από το http://www.tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου