Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Γουέστερν διήγημα: Ο κλέφτης

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ 2011-2012
Κωδικός: Γ1-003
Συγγραφέας: Νίκος Ζώης


Ο κάου-μπόυ τράβηξε τα γκέμια του κουρασμένου αλόγου του και το άσπρο άτι σταμάτησε στον τόπο. Σκούπισε τον ιδρώτα που έσταζε στο μελαχρινό πρόσωπό του με το μαντήλι που του κρέμονταν στο λαιμό.
Ήταν γύρω στα τριάντα του και έδειχνε περισσότερο πιστολέρο παρά γελαδάρης. Φορούσε σκούρο καφέ παντελόνι, καπέλο και γιλέκο ενώ το πουκάμισό του ήταν ένα απλό ζωηρό κίτρινο. Στη σέλα υπήρχε μία επαναληπτική καραμπίνα ενώ γύρω από τη μέση του κρέμονταν δύο κολτ σαρανταπεντάρια.
Ο ήλιος ήταν στην κορυφή του ουρανού και η ζέστη ήταν τρομερή.
Ήταν ψηλά σε ένα λόφο τώρα. Κοίταξε μακριά προς τον κάμπο. Μια φυτεία με καλαμπόκια απλώνονταν μπροστά από μία μικρή αγροικία. Έβγαλε το παγούρι του και ήπιε τις τελευταίες γουλιές απ’ αυτό. Σπιρούνισε ελαφρά το άλογό του και αυτό υπακούοντας κατηφόρισε το λόφο με καλπασμό.
Έφθασε μπροστά στην αγροικία όπου είδε να στέκεται όρθια μια γυναίκα γύρω στα σαράντα της. Ήταν μαυρομάλλα, ψηλή, λιγνή, όμορφη, αλλά το άγριο βλέμμα της την έκανε να φαίνεται πολύ άσχημη. Φορούσε παντελόνι σαν αυτά που φορούνε οι κάου-μπόυς. Στα χέρια της κρατούσε μια καραμπίνα και σημάδευε τον απρόσκλητο επισκέπτη.
-Μην προχωράς άλλο!, του είπε άγρια.
-Καλημέρα κυρία, έκανε ο καβαλάρης. Λέγομαι Κλιντ Τόμσον. Θέλω ένα μέρος να μείνω απόψε. Θα σας πληρώσω καλά!
-Δύο αργυρά δολάρια θα σου κοστίσει, ύπνος και φαγητό!, απάντησε αυτή χαρούμενη που είδε το κέρδος από την όλη υπόθεση.
Ο άντρας κατέβηκε από το άλογό του και πλησίασε προς το μέρος της.
-Πληρώνω τώρα, διότι το πρωί θα φύγω νωρίς!, της είπε.
Έβγαλε από την τσέπη του γιλέκου του δύο αργυρά νομίσματα και της τα πέταξε. Αυτή με επιδεξιότητα τα έπιασε στον αέρα ενώ κατέβαζε την καραμπίνα της.
-Τζώρτζ!, φώναξε δυνατά η γυναίκα. Έλα εδώ!
Ένας ευγενικός αλλά πολύ κουρασμένος άνθρωπος γύρω στα σαρανταπέντε του εμφανίστηκε στην εξώπορτα του σπιτιού.
-Ναι αγαπητή μου Μάρθα!, απάντησε.
-Ο κύριος θα μείνει μαζί μας γι’ απόψε!, είπε η γυναίκα κοιτάζοντας τον άντρα της περιφρονητικά. Πρωί-πρωί θα φύγει, να έχεις το άλογό του έτοιμο, εντάξει;
-Όπως νομίζεις Μάρθα!, απάντησε αυτός σμίγοντας τα φρύδια στο μέτωπό του…
Η γυναίκα με το όνομα Μάρθα παρακολουθούσε τώρα τον ξένο με την άκρη του ματιού της. Τον είδε να κατεβάζει από το άλογό του δύο πέτσινους σάκους που κρέμονταν στο πλάι.
Αν και εκείνος προσπάθησε να τους σκεπάσει γρήγορα, τα μάτια της πρόλαβαν να διαβάσουν την επιγραφή που υπήρχε πάνω τους: ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΟΥΞΟΝ.
Για μία στιγμή άστραψε από χαρά. Είχε ακούσει εδώ και μια εβδομάδα τα νέα. Ένας υπάλληλος της τράπεζας, ένας πιστολέρο που είχε προσληφθεί για να οδηγήσει την άμαξα της τράπεζας με ασφάλεια στο Τούξον, είχε κάνει το αντίθετο. Όταν όλοι κοιμόντουσαν και αυτός φύλαγε σκοπός, άρπαξε δύο σάκους με δέκα χιλιάδες δολάρια και έγινε καπνός. Υπήρχε μάλιστα αμοιβή για την σύλληψή του, χίλια δολάρια!
-Μάρθα ποιός είναι ο κύριος; ρώτησε ένα όμορφο ξανθό κορίτσι γύρω στα είκοσι που ξεπρόβαλε από την κουζίνα. Ήταν ντυμένη παραδοσιακά με ένα φανταχτερό φόρεμα και μπότες αμαζόνας.
-Έλενα πήγαινε μέσα να ετοιμάσεις το μεσημεριανό και να σου λείπουν οι οικειότητες!, φώναξε ένας άξεστος νεαρός που το άσχημο παρουσιαστικό του ταίριαζε με την κακία που έδειχνε.
-Δεν πρέπει ξένε να παρεξηγείς το γιό μου Τζέιντ, σαν γελαδάρης έχει άγριους τρόπους!, είπε η Μάρθα χαιρέκακα.
-Πού μπορώ να πλυθώ; ρώτησε ο Κλιντ Τόμσον, ο απρόσκλητος επισκέπτης.
-Έλα ξένε θα σε πάω μέχρι το πλυσταριό, απάντησε ο Τζωρτζ.
Ο Κλιντ τον ακολούθησε μεταφέροντας τους δύο σάκους στον δεξί του ώμο, έτσι ώστε να μην φαίνεται το όνομα της τράπεζας. Έφθασαν στο πίσω μέρος του σπιτιού όπου ήταν ένα βαρέλι με νερό και μία σκάφη.
-Δεν πρέπει να κατηγορείς τη γυναίκα μου για τους τρόπους της, είπε ο Τζωρτζ χαμηλόφωνα. Εγώ φταίω καθώς πριν δύο χρόνια, αφού έχασα την πρώτη και πολυαγαπημένη μου γυναίκα βιάστηκα να ξαναπαντρευτώ. Εμφανίστηκε μια μέρα η Μάρθα με τον αγροίκο γιό της, τον Τζέιντ. Με την αρχική ευγένειά της εντυπωσιάσθηκα και σύντομα παντρευτήκαμε. Η Έλενα είναι η κόρη μου με την πρώτη γυναίκα μου…
-Γιατί δεν τους διώχνετε; ρώτησε τώρα ο Κλιντ.
-Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν καθόλου Χριστιανικό, φίλε μου!, απάντησε ενοχλημένος ο Τζωρτζ κάνοντας βιαστικές κινήσεις.
-Ίσως να έχετε δίκιο, απάντησε κλείνοντας το θέμα ο Κλιντ.
Ακολούθησε τον Τζωρτζ μέσα στο σπίτι.
-Καθίστε να φάτε κύριε, έχουμε τσίλι με κρέας, είστε τυχερός!, είπε χαμογελώντας ελαφρά η Έλενα.
-Ευχαριστώ πολύ!, είπε ικανοποιημένος ο κάου-μπόυ.
Έκατσε μόνος του και έφαγε με όρεξη. Η Έλενα τον σερβίριζε ενώ η Μάρθα τους παρακολουθούσε με μοχθηρία. Μετά το φαγητό η Μάρθα οδήγησε τον Κλιντ σε ένα δωμάτιο δίπλα στον αχυρώνα.
-Εύχομαι να σου αρέσει το δωμάτιο…, είπε η Μάρθα πλησιάζοντας ερωτικά τον νέο. Ο Κλιντ τραβήχτηκε απότομα σαν να τον δάγκωσε φίδι.
-Όλα είναι εντάξει!, είπε ξερά ο Κλιντ. Θα ήθελα μία κανάτα με καθαρό νερό, είπε σύντομα.
-Μάλιστα κύριε!, είπε θυμωμένη η Μάρθα, κλείνοντας την πόρτα με δύναμη.
Ο Κλιντ κάθισε στο κρεβάτι και έσπρωξε τους δύο σάκους από κάτω του. Έβγαλε τις μπότες του και ξάπλωσε.
Στο μεταξύ, η Μάρθα έτρεξε σαν παλαβή στην κουζίνα. Έβγαλε από ένα συρτάρι ένα κουτάκι και το άνοιξε. Με το άλλο της χέρι έπιασε μία κανάτα με νερό. Μέσα στο νερό έριξε και ανακάτεψε καλά την κίτρινη σκόνη που ήταν μέσα στο μικρό κουτάκι.
-Τώρα θα σου δείξω εγώ! Αρνήθηκες τη Μάρθα, ε; είπε μανιασμένη. Θα κοιμηθείς βαριά για δεκαπέντε τουλάχιστον ώρες. Έλενα έλα εδώ!, φώναξε στην κοπέλα. Πήγαινε αυτή την κανάτα στον επισκέπτη μας!
Όταν ο Κλιντ άκουσε δύο χτύπους στην ξύλινη πόρτα σηκώθηκε σβέλτα.
-Το νερό σας, κύριε!, είπε με χαμόγελο η ξανθιά κοπέλα.
-Λέγε με Κλιντ!, είπε ο νέος.
-Όπως θες Κλιντ, είπε ντροπαλά η κοπέλα.
-Ίσως εάν τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά να πηγαίναμε για μία βόλτα στην πόλη!, είπε ο Κλιντ σαν να ήταν αδύνατο.
-Ίσως, καμιά φορά δεν ξέρεις…, απάντησε και η Έλενα φεύγοντας.
Ο Κλιντ έβαλε λίγο νερό σε ένα ποτήρι και ήπιε το περισσότερο. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και γρήγορα κοιμόταν για τα καλά.

Όταν έπεσε ο ήλιος και όλοι κοιμόντουσαν βαριά, η Μάρθα σηκώθηκε χωρίς να κάνει θόρυβο. Ο Τζωρτζ κοιμόταν διωγμένος σε ένα διπλανό κρεβάτι καθώς η αντιπάθειά της γι’ αυτόν ήταν έντονη. Έφθασε στο δωμάτιο του γιού της.
-Είσαι έτοιμος; τον ρώτησε χαμηλόφωνα.
-Μα τι λες μητέρα, δεν έκλεισα μάτι!, είπε εκείνος και σηκώθηκε γρήγορα.
Η νύχτα δεν είχε φεγγάρι και αυτό διευκόλυνε τα σχέδιά τους. Βγήκανε έξω και μπήκανε μέσα στο δωμάτιο του Κλιντ που κοιμότανε ακόμα πολύ βαριά από το υπνωτικό που του είχε ρίξει στο νερό. Ο Τζέιντ ψαχουλεύοντας βρήκε γρήγορα τους δύο σάκους. Βγήκανε βιαστικά έξω.
-Περίμενε λίγο!, είπε η Μάρθα στον Τζέιντ.
Μπήκε μέσα στο σπίτι και άφησε ένα γράμμα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Βγήκε έξω και είδε τον Τζέιντ να την περιμένει με δύο έτοιμα άλογα. Τα πόδια των αλόγων ήταν τυλιγμένα με πανιά για να μην κάνουν θόρυβο.
-Τελειώσαμε με αυτούς τους χαμένους, πάμε να φύγουμε!, είπε και οι δυο τους ανεβαίνοντας στα άλογα απομακρύνθηκαν γρήγορα.

Η Μάρθα ταμπουρωμένη πίσω από μερικά βράχια φώναξε στον Τζέιντ:
-Ρίχτους γιόκα μου, δεν θα μας πάρουν τα λεφτά!
Ήταν πρωί όταν πέντε κάου-μπόυς πλησίασαν τους δύο κλέφτες. Η Μάρθα πανικοβλήθηκε όταν είδε στο γιλέκο του ενός καρφιτσωμένο το αστέρι του σερίφη. Πυροβόλησε και τραυμάτισε τον έναν. Οι υπόλοιποι άνθρωποι του νόμου κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν με εγκληματίες.
Ο Τζέιντ βγήκε και άρχισε να πυροβολεί σαν τρελός. Μια σφαίρα τον πέτυχε στο στομάχι και έπεσε νεκρός. Η Μάρθα συγκλονισμένη συνέχισε να μάχεται βαστώντας κάτω από τα πόδια της τους δύο σάκους.
Κάποια στιγμή κατάλαβε πως αν έμενε εκεί, σύντομα θα την κυκλώνανε.
Ανέβηκε πάνω στο άλογό της κρατώντας τους δύο σάκους. Το άλογο ανέπτυξε ταχύτητα όταν σκόνταψε σε ένα βράχο. Η Μάρθα έπεσε και κτύπησε το κεφάλι της.
Ένας μεσήλικας σερίφης έφτασε δίπλα της. Την γύρισε ανάσκελα.
-Είναι νεκρή!, είπε στεναχωρημένος. Τώρα πρέπει να βρούμε τον Κλιντ, συνέχισε…
-Αυτήν τη γυναίκα την ξέρω, είναι η γυναίκα του Τζωρτζ!, είπε έκπληκτος ένας από τους άλλους άνδρες.
-Τότε θα πάμε να δούμε τον Τζωρτζ!, είπε ο σερίφης.
Οι πέντε καβαλάρηδες πλησίασαν την αγροικία.
Ο Τζωρτζ μόλις είχε αρχίσει να διαβάζει το γράμμα που του άφησε η γυναίκα του.
«Τζωρτζ, σε εγκαταλείπω στη μίζερη και φτωχική ζωή σου. Εγώ θα κάνω τη μεγάλη ζωή. Δεν θέλω να σε ξαναδώ»…
Ο Τζωρτζ άφησε το γράμμα στο τραπέζι, όταν άκουσε δυνατούς χτύπους στην πόρτα.
-Ποιός είναι; ρώτησε δυνατά και έπιασε την καραμπίνα του.
-Ο σερίφης!, ακούστηκε μια φωνή. Ο Τζωρτζ αναγνώρισε την φωνή του σερίφη και του άνοιξε την πόρτα. Είδε σε απόσταση τους άλλους τέσσερις και δύο δικά του άλογα με τα πτώματα της Μάρθας και του Τζέιντ. Ο άνθρωπος του νόμου εξήγησε στον Τζωρτζ τα όσα έγιναν.

Η Έλενα χτύπησε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο.
Ο Κλιντ κοιμόταν ακόμα όταν μία φωνή ακούστηκε απ’ έξω.
-Κλιντ, άφησε την κοπέλα και παραδώσου!, φώναξε ένας από τους βοηθούς του σερίφη.
Ο Κλιντ σηκώθηκε αγουροξυπνημένος. Έπιασε το πιστόλι του και πηγαίνοντας στο παράθυρο έσπασε ένα τζάμι. Τότε μόνο είδε ότι στο δωμάτιο βρισκόταν και η Έλενα.
-Κλιντ, φαίνεσαι καλό παιδί!, είπε η κοπέλα. Πριν, είπες ότι ίσως κάποτε πηγαίναμε στην πόλη μαζί…
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Ο Κλιντ κοντοστάθηκε και σκέφτηκε.
-Κανένας δεν θα σε αποδεχόταν μετά, της απάντησε στο τέλος. Θα ήσουν η γυναίκα ενός πρώην κατάδικου. Καλύτερα να τελειώσουν όλα τώρα…
-Δεν με νοιάζει τι θα λέει ο κόσμος, ας πάμε να ζήσουμε κάπου αλλού!, του ξανάπε η κοπέλα. Δεν θέλω να πεθάνεις!
Ο Κλιντ σκέφτηκε για ένα ολόκληρο βασανιστικό λεπτό, χωρίς να τραβάει τα μάτια του από τα μάτια της κοπέλας που έκλαιγε. Έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε προς το παράθυρο.
-Σερίφη με ακούς; φώναξε.
-Ναι Κλιντ σ’ακούω!, απάντησε ο σερίφης. Εάν παραδοθείς θα ελαφρύνεις πολύ τη θέση σου. Δεν σκότωσες κανέναν, έκανες ένα λάθος και ο δικαστής θα το αναγνωρίσει!...
-Έρχομαι έξω, μην πυροβολήσετε!, είπε ο Κλιντ, αφού άφησε το όπλο του ήρεμα κάτω.
Βγήκε έξω υποστηριζόμενος από την Έλενα, αφού η ενέργεια του υπνωτικού ήταν ακόμα αισθητή.
-Θα γυρίσω, ελπίζω σύντομα!, είπε στην Έλενα ενώ ένας βοηθός σερίφη του έδενε τα χέρια.
-Κι εγώ θα σε περιμένω!, είπε η Έλενα ενώ αγκαλιάζοντάς τον, τον φίλησε απαλά στο στόμα.
Ο Τζωρτζ χαμογέλασε κοιτάζοντας ικανοποιημένος τους δύο νέους ενώ ο σερίφης είπε χαμογελώντας:
-Ξέρεις, Κλιντ, τελικά σε ζηλεύω! Σε δυο-τρία χρόνια θα έχεις ένα σπιτικό να σε περιμένει, ενώ εγώ έμεινα εργένης…

ΤΕΛΟΣ

5 σχόλια: