Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Γουέστερν διήγημα: Ο παλιός σερίφης

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ 2011-2012
Κωδικός: Γ1-001
Συγγραφέας: Θεοδόσης Στάλιας


Όταν ο Νικ Χάρισον εκτελούσε καθήκοντα σερίφη στη μικρή πόλη του Μπροξ, ήταν πολύ νέος. Το Μπροξ βρίσκεται κάπου στο βόρειο Τέξας, πολύ κοντά στη πόλη του Αμαρίλιο.
Ο Χάρισον, που είναι σήμερα πενήντα χρονών, άφησε μόνος του αυτό το επάγγελμα όταν κατάλαβε ότι άρχισε να γίνεται αργός στο τράβηγμα του πιστολιού. Έτσι, σκέφτηκε να τα παρατήσει και να δώσει τη σκυτάλη σ’ έναν πιο νέο άνθρωπο, για να συνεχίσει το έργο του.
Ο ίδιος έφυγε για ένα μεγάλο διάστημα και ταξίδεψε σε διάφορα μέρη. Γύρισε πρόσφατα και εγκαταστάθηκε ξανά στην πόλη που τον αγάπησε.
Εδώ και πέντε χρόνια ανέλαβε σερίφης του Μπροξ ο Πητ Κέσλεϋ, ένας εικοσιπεντάχρονος νέος. Ο Κέσλεϋ αποδείχτηκε άξιος αντικαταστάτης του Χάρισον και οι κάτοικοι της πόλης δεν μετανιώσανε ποτέ που τον διαλέξανε για νέο σερίφη τους.
Αυτός, με τη σειρά του, ανταποκρίθηκε πλήρως στα καθήκοντά του με πολύ μεγάλη επιτυχία, όπως είχε κάνει και ο προκάτοχός του. Κανένας κακούργος δεν είχε ξεφύγει από τον νεαρό σερίφη και όλοι οι παράνομοι της γύρω περιοχής τον έτρεμαν κυριολεκτικά.
Όμως, όλα αυτά άλλαξαν όταν πριν από περίπου δύο μήνες, σκοτώθηκε ο μονάκριβος γιος του Κέσλεϋ, ο Τζώνυ. Ο «Μικρός Τζώνυ», όπως τον αποκαλούσε όλο το Μπροξ, έπαιζε αμέριμνος ένα βροχερό απόγευμα στο στάβλο του σπιτιού του, όταν τον κλώτσησε το άλογο του σερίφη, που τρομοκρατήθηκε από έναν κεραυνό. Το χτύπημα στο κεφάλι ήταν θανάσιμο και το παιδί ξεψύχησε λίγη ώρα αργότερα στα χέρια του γιατρού.
Ο Πητ Κέσλεϋ ήταν απαρηγόρητος, ενώ όλη η πόλη πένθησε για τον «Μικρό Τζώνυ». Φίλοι και γνωστοί συμπαραστάθηκαν στο σερίφη και τη γυναίκα του, όμως για εκείνον φαίνεται πως κάτι είχε αλλάξει.
Ο νεαρός αντιπρόσωπος του νόμου, μην μπορώντας να συνέλθει από το κακό που τους βρήκε, άρχισε να πίνει. Μάταια η γυναίκα του προσπάθησε να τον συνεφέρει, παρόλο που είχε κι αυτή τον πόνο μέσα της.
Με αυτή τη κατάσταση, ο Κέσλεϋ, παραμέλησε τα καθήκοντά του και πολύ γρήγορα οι παράνομοι άρχισαν να εκμεταλλεύονται την αδυναμία του σερίφη. Ληστεύανε τους περαστικούς, κλέβανε σπίτια και μαγαζιά.

Απόψε, το βράδυ είναι αρκετά προχωρημένο, όμως η πόλη φωτίζεται έντονα από την πανσέληνο.
Στο κεντρικό μπαρ του Μπροξ έχει πολύ κόσμο αυτή τη στιγμή. Στο μεγάλο τραπέζι που βρίσκεται δίπλα από τον πάγκο, κάθονται τέσσερις καλοντυμένοι άντρες: ο προηγούμενος σερίφης της πόλης, Νικ Χάρισον, ο δήμαρχος της πόλης, ο τραπεζίτης Ντάνυ Πήρσον και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Ο τελευταίος έχει στο στόμα του ένα χοντρό πούρο. Μέσα στους καπνούς των τσιγάρων, την έντονη μυρωδιά του αλκοόλ από το πολύ ουίσκι και την πολλή οχλαγωγία, ανοίγει ξαφνικά η δίφυλλη πόρτα του μπαρ. Ο άνθρωπος που μπαίνει, τρεκλίζει κατευθυνόμενος προς τον πάγκο.
Οι θαμώνες βλέπουν να λάμπει στο στήθος του το ασημένιο αστέρι και όλοι αναγνωρίζουν τον νεοφερμένο. Ο Πητ Κέσλεϋ προσπαθεί με πολύ κόπο να σταθεί όρθιος. Είναι φανερό ότι είναι και πάλι μεθυσμένος, όπως άλλωστε και κάθε μέρα το τελευταίο διάστημα.
-Πιάστε τον μην πέσει κάτω!, φωνάζει τρομαγμένος ο δήμαρχος και κάνει να σηκωθεί από το μεγάλο τραπέζι.
-Μην φοβάσαι, Τζίμυ, του λέει ο τραπεζίτης. Έτσι κάνει πάντα μα δεν πέφτει.
Ο ιδιοκτήτης του μπαρ, που ονομάζεται Λάναγκαν, γελάει αυθόρμητα και πειράζει τον σερίφη λέγοντάς του:
-Κέσλεϋ, πρόσεχε μη σκοντάψεις και μου λερώσεις το πάτωμα!
Ειρωνικά γέλια ακούγονται από την αίθουσα.
Ο Νικ Χάρισον, που κοιτάζει συνοφρυωμένος και με λύπη τον σερίφη, απαντάει στον Λάναγκαν.
-Μη μιλάς μ’ αυτό τον τρόπο στον Πητ, γιατί δεν είναι πια ο σερίφης που ξέραμε. Τώρα, είναι περισσότερο ένας δυστυχισμένος πατέρας.
-Και τι με νοιάζει εμένα; του αντιμιλά ο Λάναγκαν. Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση. Προχτές, στο διπλανό μπαρ, δυο νταήδες τα κάνανε όλα γυαλιά-καρφιά. Πού ήταν ο σερίφης να επιβάλει τη τάξη; Μπορεί στο μέλλον αυτοί οι μάγκες να μπουν και στο δικό μου μαγαζί. Τι θα πρέπει να κάνω εγώ τότε;
-Έχει δίκιο, Πητ, παρεμβαίνει ο τραπεζίτης. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει από τα χέρια του…
Όλοι μένουν σκεπτικοί για λίγο παρακολουθώντας τον σερίφη.
Έπειτα, ο τραπεζίτης Πήρσον στρέφεται προς τον δήμαρχο.
-Τζίμυ, πρέπει να του πάρεις το αστέρι και να το δώσεις σε κάποιον άλλο, πριν είναι πολύ αργά. Αν αντιληφθεί καμιά από τις μεγάλες συμμορίες που δρουν στην περιοχή του Αμαρίλιο ότι το Μπροξ είναι χωρίς προστασία, δεν θα διστάσει να επιτεθεί στη πόλη για να ληστέψει τη τράπεζα…
Ο δήμαρχος δεν ξέρει τι να πει και κοιτάζει πλάγια τον Χάρισον, σαν να περιμένει από εκείνον να δώσει μια απάντηση. Βαθιά μέσα του ξέρει και ο ίδιος ότι έτσι είναι τα πράγματα.
Ο παλιός σερίφης παίρνει το λόγο, κοιτάζοντας με ηρεμία τον τραπεζίτη.
-Ντάνυ, ας τον αφήσουμε λίγο ακόμη. Μην βιαστούμε, ας του δώσουμε λίγο χρόνο. Ξέρουμε ότι υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο Κέσλεϋ είναι καλός σερίφης…
Ενώ αυτή η συζήτηση συνεχίζεται στο μεγάλο τραπέζι, ο Πητ Κέσλεϋ φτάνει στον πάγκο του μπαρ.
-Βάλε μου ένα ουίσκι…, λέει στον μπάρμαν με σβησμένη φωνή.
Ο μπάρμαν κοιτάζει διακριτικά το αφεντικό του.
-Σερίφη, δεν θέλω να σε σερβίρω, του λέει. Είσαι ήδη πολύ μεθυσμένος.
-Μα… γιατί δεν με σερβίρεις; Έχω χρήματα και θα σε πληρώσω…
Ταυτόχρονα, ο Κέσλεϋ, προσπαθεί να βγάλει ένα μεταλλικό δολάριο από την τσέπη του.
Ο μπάρμαν τον παρατηρεί με οίκτο και δεν ξέρει τι να κάνει.
Την ίδια στιγμή, ο Νικ Χάρισον σηκώνεται από το τραπέζι του και πηγαίνει προς το μέρος του σερίφη. Τον πιάνει από το χέρι και τον πάει ήσυχα σε ένα άλλο τραπέζι για να καθίσουν μόνοι τους. Στη συνέχεια, του λέει με ήρεμη φωνή:
-Πητ, σύνελθε σε παρακαλώ… Πρέπει να δείξεις δυνατός, είσαι ακόμη πολύ νέος και η ζωή σου θα ξαναγίνει όμορφη. Οι κάτοικοι του Μπροξ σε χρειάζονται…
Ο Κέσλεϋ δεν του απαντά, όμως ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό του. Ο Χάρισον τον λυπάται, νιώθει όμως ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω. Ο νέος σερίφης θα πρέπει να βρει μόνος του το σθένος να συνεχίσει να ζει…
Σηκώνεται και γυρίζει στο τραπέζι των φίλων του.
Ο Τζίμυ Πάρκερ, ο δήμαρχος, τον κοιτάζει επίμονα μόλις τον βλέπει να κάθεται και του λέει σοβαρά:
-Νικ, τι λες… Θέλεις να αναλάβεις ξανά σερίφης στο Μπροξ;
Ο Χάρισον ξαφνιάζεται με την πρόταση του δημάρχου και ανοίγει διάπλατα το στόμα του από την έκπληξη.
-Τι είναι αυτά που λες, δήμαρχε… Εγώ έχω πέντε χρόνια να πιάσω πιστόλι στα χέρια μου και… κοντεύω να ξεχάσω πώς λειτουργεί! Σου το έχω πει ότι δεν ξανασχολούμαι πλέον με αυτά…
-Χα, χα, χα!, γελάει ο Λάρυ Λάναγκαν, ο ιδιοκτήτης του μπαρ. Μου φαίνεται, Νικ, πως έχεις γεράσει!
-Σιγά, Λάρυ, του απαντά αυστηρά ο Χάρισον. Θα σου πέσει το πούρο από το στόμα!
-Αλήθεια, Νικ; τον ρωτάει τώρα και ο Ντάνυ Πήρσον. Δεν σκέφτηκες ποτέ ότι θα μπορούσες μια μέρα να επιστρέψεις στο επάγγελμα;
Ο παλιός σερίφης γυρίζει και κοιτάζει ξανά τον αντικαταστάτη του.
-Ειλικρινά, όχι…, ψιθυρίζει.
-Με την ευκαιρία, συνεχίζει ο Πήρσον, να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα; Δεν έχεις σκεφτεί να ξαναπαντρευτείς από τότε που πέθανε η γυναίκα σου;
Ο Χάρισον αναστενάζει βαθιά και δείχνει την δυσαρέσκειά του γι’ αυτή τη συζήτηση.
-Ξέρεις, Ντάνυ, ότι από τότε έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια… Δεν ξανασυνάντησα άλλη γυναίκα που να μπορεί να σταθεί άξια όσο εκείνη…
Την ίδια στιγμή βλέπουν όλοι τον μεθυσμένο Πητ Κέσλεϋ να σηκώνεται από το τραπέζι του και να βγαίνει από το μπαρ. Πολλοί τον κοιτάζουν με οίκτο, υπάρχουν όμως κι εκείνοι που είναι θυμωμένοι. Ένας από αυτούς φωνάζει με δυνατή φωνή προς το μέρος του Πάρκερ.
-Τι θα γίνει, δήμαρχε; Θα υπάρξει επιτέλους νόμος στην πόλη μας; Προχτές το βράδυ μπήκε στο σπίτι μου ο Μόργκαν, την ώρα που κοιμόμουν και με λήστεψε. Είμαι πολύ τυχερός που δεν με σκότωσε κιόλας! Αν περιμένουμε από τον Κέσλεϋ να τον πιάσει, στο τέλος θα έχουμε πεθάνει όλοι!
Ο Νικ Χάρισον θυμάται τον Μόργκαν, τον αρχιληστή που είχε συλλάβει πριν δέκα χρόνια. Τον είχε πιάσει επ’ αυτοφώρω να κλέβει γελάδια από ένα ραντς έξω από το Μπροξ. Τον οδήγησε στον δικαστή κι εκείνος τον καταδίκασε σε δέκα χρόνια φυλακή. Τώρα, όμως αποφυλακίστηκε και άρχισε ξανά τα ίδια.
Ο δήμαρχος βρίσκεται σε δύσκολη θέση, καθώς κι άλλες φωνές διαμαρτυρίας αρχίζουν να ακούγονται. Εντελώς ξαφνικά, όμως, ανοίγει η πόρτα του μπαρ και μπαίνει μέσα έξαλλος ένας άλλος κάου-μπόυ.
-Τρέξτε!, φωνάζει. Σκοτώσανε τον Πητ Κέσλεϋ! Τον πυροβόλησε ο Μόργκαν κοντά στο σπίτι του!
Όλοι μέσα στο μπαρ τα χάνουν και μένουν εμβρόντητοι απ’ αυτό που άκουσαν.
-Μα… πώς; κάνει ο δήμαρχος. Πριν από λίγο ήταν εδώ…
Ο Νικ Χάρισον πετάγεται σαν ελατήριο από τη θέση του και βγαίνει έξω από το μπαρ. Πίσω του τρέχουν κι άλλοι κάου-μπόυς, ανάμεσά τους ο Ντάνυ Πήρσον και ο Λάρυ Λάναγκαν –από το στόμα του οποίου έπεσε τελικά το πούρο, με το άκουσμα της δυσάρεστης είδησης.
Ο Χάρισον φτάνει πρώτος στον πλημμυρισμένο στα αίματα Πητ Κέσλεϋ και διαπιστώνει ότι είναι νεκρός.
-Τι ακριβώς συνέβη, πώς έγινε; ρωτάει τον κάου-μπόυ που ήρθε και τους ειδοποίησε στο μπαρ.
-Δεν ξέρω, τα έχω χαμένα…, λέει εκείνος. Ήμουν απέναντι, όταν ξαφνικά είδα στη γωνία τον Μόργκαν. Από την άλλη γωνία ερχότανε ο σερίφης παραπατώντας. Όταν συναντηθήκανε προσπάθησε να τραβήξει το πιστόλι του, όμως ο Μόργκαν τον πρόλαβε. Τον πυροβόλησε εξ επαφής δύο φορές. Μετά έτρεξε, πήδησε σ’ ένα άλογο και έφυγε καλπάζοντας.
-Προς τα πού πήγε; τον ρωτάει ο Χάρισον, το πρόσωπο του οποίου έχει γίνει σαν πέτρα.
-Τράβηξε προς τα δυτικά…
Ο παλιός σερίφης του Μπροξ γυρίζει προς τον κόσμο που έχει μαζευτεί.
-Κάποιος να ειδοποιήσει την γυναίκα του, λέει… Εγώ θα κυνηγήσω τον Μόργκαν!

Ο Νικ Χάρισον καλπάζει με το υπέροχο σταχτί άλογό του με ξέφρενο ρυθμό. Κινείται στον δρόμο δυτικά του Μπροξ, που βγάζει στο Αμαρίλιο.
Το φεγγάρι εξακολουθεί να φωτίζει άπλετα την πλάση και αυτό τον βοηθάει αρκετά στο έργο του.
«Ελπίζω να τον προλάβω πριν μπει στο Αμαρίλιο», σκέφτεται. «Θα είναι πολύ δύσκολο να τον εντοπίσω μέσα στην πόλη… Εκτός και αν αλλάξει πορεία και στρίψει για Οκλαχόμα. Βέβαια, θα πρέπει να γνωρίζει και ο ίδιος ότι αυτή την εποχή ο Ρεντ Ρίβερ δεν διασχίζεται εύκολα…».
Με την τελευταία σκέψη ησυχάζει κάπως. Ο Ρεντ Ρίβερ πηγάζει από τα βουνά του Αμαρίλιο και χωρίζει στη συνέχεια το Τέξας από την Οκλαχόμα. Είναι πολύ μεγάλος ποταμός και δεν θα το ρίσκαρε ο Μόργκαν να τον διασχίσει και μάλιστα νύχτα.
«Για καλό και για κακό ας κοιτάζω τον δρόμο, μήπως δω τα ίχνη του αλόγου του. Απόψε η νύχτα είναι πολύ φωτεινή».
Με τις σκέψεις αυτές, ο Χάρισον έχει απομακρυνθεί από το Μπροξ περίπου τρία μίλια.
Δεξιά, στο βάθος του δρόμου, διακρίνει ένα μικρό σπίτι και ενστικτωδώς κόβει τον καλπασμό του αλόγου του.
-Το σπίτι της Γκλόρια Μαρτίνεθ, μονολογεί αυθόρμητα. Το πιο απομακρυσμένο σπίτι του Μπροξ.
Η Γκλόρια Μαρτίνεθ μένει μόνη της εκεί, εδώ και αρκετά χρόνια τώρα, από τότε που πέθανε ο πατέρας της. Είχανε έρθει από το Μεξικό για να αναζητήσουν καλύτερη τύχη εδώ στο Τέξας.
«Θα σταματήσω να της πω μια καλησπέρα και να ρωτήσω για τον Μόργκαν», σκέφτεται.
Σταματάει το άλογό του και αφού ξεπεζεύει το δένει στο μοναδικό δέντρο που βρίσκεται στο προαύλιο του σπιτιού. Παρατηρεί ότι το ένα παράθυρο είναι φωτισμένο. Πλησιάζει και χτυπά την πόρτα, σίγουρος πως η κοπέλα τον έχει ακούσει ήδη.
Περνάει λίγος χρόνος εωσότου ανοίξει τελικά η πόρτα και εμφανιστεί η Γκλόρια. Κοιτάζει με έκπληξη τον άντρα που βρίσκεται μπροστά της.
-Καλησπέρα κυρία Μαρτίνεθ, της λέει εκείνος κάνοντας ταυτόχρονα μια μικρή υπόκλιση.
-Καλησπέρα… κύριε Χάρισον, του απαντά αυτή με ελαφρώς ταραγμένη φωνή. Σε τι οφείλω την τιμή της επίσκεψής σας μια τέτοια ώρα;
-Θέλω να με συγχωρέσετε, δεν ήθελα να σας ταράξω. Δυστυχώς συνέβη κάτι κακό στο Μπροξ και εγώ ψάχνω να βρω έναν κακοποιό. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι είστε εντάξει και να σας ρωτήσω μήπως είδατε ή ακούσατε να περνάει κανένας καβαλάρης πριν από λίγη ώρα έξω από το σπίτι σας…
-Όχι, όχι!, βιάζεται να απαντήσει η Γκλόρια. Εγώ… ήμουν έτοιμη να κοιμηθώ τώρα…
Μια στιγμιαία αστραπή περνάει από τα μάτια του παλιού σερίφη. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έχει παρατηρήσει την ταραχή της κοπέλας, όπως και το ότι φοράει το φόρεμά της και όχι κάποιο νυχτικό.
-Θα σας πείραζε αν περνούσα για λίγο μέσα, της λέει στο τέλος, για να μου προσφέρετε ένα ποτήρι νερό;
Εκείνη μένει για λίγο σαστισμένη, όμως έπειτα παραμερίζει για να περάσει ο Χάρισον. Μπαίνοντας εκείνος στην τραπεζαρία του σπιτιού, νιώθει στη μύτη του έντονα τη μυρωδιά του τσιγάρου.
-Καθίστε, του λέει η Γκλόρια, ενώ πηγαίνει να του φέρει το ποτήρι με το νερό.
Αυτός κάθεται σε μια καρέκλα της τραπεζαρίας και κοιτάζει γύρω του. Μόλις που βλέπει στη γωνία του δωματίου ένα μισοσβησμένο τσιγάρο. Εκείνο ήταν που μύριζε τόσο έντονα.
Όταν η Γκλόρια φέρνει το νερό δεν της λέει τίποτα γι’ αυτό, της πιάνει όμως την κουβέντα.
-Πώς και δεν έχετε αποφασίσει ακόμα να εγκαταλείψετε αυτό το σπίτι; Δεν σας φοβίζει το ότι μένετε τόσο μακριά από το Μπροξ;
-Έχω συνηθίσει να μένω μόνη μου.
-Ναι αλλά θα ήσασταν πιο ασφαλής αν μένατε κοντά σε άλλους ανθρώπους…
-Σας είπα. Έχω συνηθίσει τη μοναξιά και δεν τρομάζω εύκολα.
Ο Χάρισον πίνει λίγο από το νερό που του έφερε, ενώ παράλληλα την παρατηρεί με προσοχή. Είναι φανερό ότι είναι αναστατωμένη. Προσπαθεί να του απαντάει κοφτά για να τον κάνει να φύγει γρήγορα.
Βέβαια, παρατηρεί και κάτι ακόμα: το πόσο όμορφη είναι η Γκλόρια Μαρτίνεθ, έτσι όπως αντανακλά πάνω της το φως της λάμπας που τρεμοπαίζει.
-Συγνώμη που ίσως γίνομαι φορτικός, κυρία Μαρτίνεθ. Σίγουρα δεν σας συνέβη τίποτα το περίεργο σήμερα;
-Δεν σας καταλαβαίνω… Φυσικά και δεν μου έχει συμβεί τίποτα…
Ο Χάρισον ρίχνει μια τελευταία ματιά γύρω-γύρω στο δωμάτιο, όπου ξεχωρίζει η μεγάλη λευκή κουρτίνα που καλύπτει την μπαλκονόπορτα του πίσω μέρους του σπιτιού. Όλα φαίνονται πολύ ήσυχα.
-Τέλος πάντων, δεν θέλω να σας ενοχλήσω άλλο, της λέει. Πρέπει κι εγώ να πηγαίνω μήπως προλάβω εκείνον τον άνθρωπο…
-Σας ευχαριστώ για την λίγη συντροφιά που μου προσφέρατε κύριε Χάρισον, λέει η Γκλόρια την στιγμή που αυτός κατευθύνεται προς την εξώπορτα.
-Η ευχαρίστηση ήταν δική μου, κυρία Μαρτίνεθ, λέει εκείνος και κοντοστέκεται. Να σας ζητήσω μια τελευταία χάρη, αν δεν σας καθυστερώ;
-Βεβαίως, τι θα θέλατε;
-Μήπως έχετε να μου δώσετε λίγο καπνό για τσιγάρο, γιατί έφυγα βιαστικά και δεν πήρα τον δικό μου;
-Όχι, δυστυχώς κύριε Χάρισον. Από τότε που έχασα τον πατέρα μου δεν ξαναμπήκε καπνός σ’ αυτό το σπίτι…
-Ώ, με συγχωρείτε, κάνει ο Χάρισον και στρέφει ξανά να φύγει.
Ξαφνικά, όμως, γυρίζει και τραβώντας αστραπιαία το πιστόλι του πυροβολεί τρεις φορές προς την άσπρη κουρτίνα.
Μια κραυγή πόνου αντηχεί και ένας γδούπος συνοδεύει το σώμα ενός άνδρα που πέφτοντας στο πάτωμα παρασέρνει μαζί και την κουρτίνα.
Ο παλιός σερίφης τρέχει προς το μέρος του και του παίρνει μέσα από το χέρι το όπλο με το οποίο ήταν έτοιμος να τον πυροβολήσει. Ταυτόχρονα διαπιστώνει δύο πράγματα: πρώτον ότι ο άνθρωπος εκείνος είναι ο Μόργκαν και δεύτερον ότι δεν πρόκειται να ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ πια όπλο. Είναι νεκρός.
Ο φονιάς του Πητ Κέσλεϋ πλήρωσε με τη ζωή του την άνανδρη πράξη του.
Η Γκλόρια Μαρτίνεθ τα έχει χαμένα και έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό.
-Πώς τον κατάλαβες; ρωτάει.
-Έκανε το λάθος να καπνίσει σε ξένο σπίτι, της λέει ο Χάρισον.
Η κοπέλα δεν μπορεί να συγκρατηθεί άλλο και πέφτει κλαίγοντας στην αγκαλιά του.
-Με απείλησε ότι θα με σκότωνε αν τον πρόδιδα, λέει μέσα στα αναφιλητά της.
-Πάει, τελείωσε τώρα, της λέει εκείνος. Μην στεναχωριέσαι για τίποτα πια. Αν θέλεις μπορώ να σε βοηθήσω να εγκατασταθείς στο Μπροξ…
Η Γκλόρια κουνάει καταφατικά το κεφάλι.
-Ναι, λέει. Τώρα το θέλω κι εγώ…

Την επόμενη μέρα, στο μπαρ του Μπροξ συμβαίνει το αδιαχώρητο. Όλοι οι άνδρες έχουν μαζευτεί και συζητούν για τα γεγονότα της προηγούμενης. Οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν.
-Ο Νικ Χάρισον ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να σκοτώσει τον Μόργκαν!, λέει ένας κάου-μπόυ και το πρόσωπό του λάμπει από χαρά.
-Ο δήμαρχος του έκανε επίσημη πρόταση να αναλάβει ξανά σερίφης στην πόλη μας κι αυτός δέχτηκε, λέει κάποιος άλλος.
-Επιτέλους, θα ζήσουμε και πάλι με ασφάλεια, συμπληρώνει ένας τρίτος.
Τα ποτά πάνε κι έρχονται και ο μπάρμαν κάνει χρυσές δουλειές. Ο Λάρυ Λάναγκαν, ο ιδιοκτήτης, καπνίζει ευχαριστημένος το ένα πούρο πίσω από τ’ άλλο.
Την ίδια ώρα μια μικρή άμαξα μπαίνει στο Μπροξ. Τα χαλινάρια των αλόγων τα κρατάει ο Νικ Χάρισον, που βρίσκεται καθισμένος στη θέση του αμαξά. Δίπλα του κάθεται η Γκλόρια Μαρτίνεθ, που έχει γείρει ελαφρά το κεφάλι της στον ώμο του.
Ο σκληροτράχηλος άντρας κοιτάζει γύρω του αναλογιζόμενος όλα αυτά που συνέβησαν αλλά και όλα αυτά που πρόκειται να συμβούν. Ξέρει ότι νέες δυσκολίες τον περιμένουν αλλά δεν πτοείται. Είναι σίγουρος ότι θα τα καταφέρει. Άλλωστε πρέπει να τιμήσει ξανά το άστρο που του εμπιστευθήκανε…
Το σημαντικότερο είναι ότι από εδώ και πέρα οι κάτοικοι του Μπροξ θα κοιμούνται ήσυχοι γιατί θα βρίσκεται εκεί ο παλιός τους σερίφης…

ΤΕΛΟΣ

13 σχόλια:

  1. Είναι έξοχο, πολλά συγχαρητήρια στο Θεοδόση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. μπραβο στο φιλο και απο εμενα,αν και δεν ημουν φαν των γουεστερν εδω στο club φιλων κολλησα και διαβαζω ολες τις σχετικες αναρτησεις

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Συγχαρητήρια για την ιδέα και την υλοποίηση του διαγωνισμού. Και ένα μεγάλο μπράβο στους συμμετέχοντες για την προσπάθειά τους!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Γουεστερνάρα!!!! Της παλιάς καλής εποχής!!!! Συγχαρητήρια!..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Καλή μας αρχή, λοιπόν! Σταδιακά θα δημοσιευθούν και τα υπόλοιπα διηγήματα, με σειρά προτεραιότητας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Σε συγχαίρω υπέροχο Θεοδόση,
    μπράβο Παναγιώτη.
    Σήμερα έστειλα το δικό μου.
    χαιρετώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Να είσαι καλά, Νίκο μου. Καλή επιτυχία και σ' εσένα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ένα ωραίο, κλασσικό γουέστερν διήγημα! Καλή επιτυχία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Η μυρωδια της καπνισμενης καννης μου γαργαλουσε τα ρουθουνια καθως διαβαζα το διηγημα.Μπραβο,ωραια ιστορια,εφαμιλλη Ελληνων και ξενων δημιουργων,συγχαρητηρια Θεοδοση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Διαβάστε και τα υπόλοιπα, παιδιά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Έστω και αργά, θα ήθελα να συγχαρώ τον Θεοδόση!!!
    Πολύ ωραίο ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ποτέ δεν είναι αργά, Ηλία μου. Σύντομα θα κλείσει ο διαγωνισμός και θα ξεκινήσει η ψηφοφορία...

      Διαγραφή
  12. Συγχαρητήρια και από μένα για το όμορφο αυτό διήγημα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή