Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Γουέστερν διήγημα: Το περίστροφο


ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ 2011-2012
Κωδικός: Γ1-007

Συγγραφέας: Παπαδόπουλος Ευάγγελος

Κάλπαζε ξέφρενα, βγάζοντας άγριες κραυγές και κρατώντας στο δεξί του χέρι το όπλο του.
Οι λιγοστοί κάτοικοι που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο δρόμο που οδηγούσε έξω από τη πόλη, έτρεχαν τρομαγμένοι στην άκρη, βλέποντάς τον.
Ναι! Τα είχε καταφέρει. Είχε ληστέψει την τράπεζα μόνος του, όταν αλλού είχαν αποτύχει ολόκληρες συμμορίες. Τουλάχιστον έτσι είχε ακούσει...
Όλα πήγαν σχεδόν όπως τα είχε σχεδιάσει και τώρα δύο σάκοι, γεμάτοι με δολάρια, κρεμόντουσαν χιαστί από τους φαρδιούς του ώμους.
Αν δεν ήταν εκείνοι οι δύο καταραμένοι να του αρνηθούν τα λεφτά του ταμείου, δεν θα είχε χρειαστεί ούτε το περίστροφό του να χρησιμοποιήσει.
«Οι ανόητοι», σκέφθηκε.
Το άλογο συνέχιζε να καλπάζει. Η σκέψη της στιγμής που είχε πυροβολήσει κατάστηθα τους δυο ταμίες της τράπεζας δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το μυαλό του.
-Δεν βαριέσαι, με τόσα λεφτά θα το έχω ξεχάσει σύντομα!, μονολόγησε προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του.
Ναι… Τόσα λεφτά!...
Επιτέλους, θα έκανε τα πάντα. Θα έμενε στα καλύτερα μέρη, θα έπινε, θα έπαιζε χαρτιά, θα είχε όποια γυναίκα ήθελε! Ποιος; Αυτός… Ο γιος ενός γέρου, φτωχού ξυλουργού. Δεν θα τον έλεγε ποτέ πια κανείς αποτυχημένο!
Αχ και να ζούσε ο πατέρας του… Θα καταλάβαινε κι εκείνος πόσο ανόητος ήταν.
Τον θυμόταν σαν τώρα να κάθεται σε μια ξύλινη, σχεδόν σάπια καρέκλα, πάντα μ’ ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι, να του λέει: «Μικρέ, μη μοιάσεις του πατέρα σου. Εσύ να γίνεις γιατρός, δικαστής, να είσαι κάποιος στην πόλη σου…».
-Δεν γίνονται ποτέ «κάποιοι» οι γιοι των ξυλουργών, γερο-μεθύστακα!, ψέλλισε καθώς σήκωνε το χέρι του για να σκουπίσει τις χοντρές στάλες ιδρώτα που είχαν σχηματιστεί στο μέτωπο και στο αξύριστο πρόσωπό του.
Όμως, τώρα… Σίγουρα, με τόσα λεφτά θα γινόταν «κάποιος»… Και κανείς δεν θα στεκόταν εμπόδιο σ’ αυτό. Θα τον κυνηγούσανε, σίγουρα, για τη ληστεία και για τους δύο φόνους αλλά τα είχε σχεδιάσει όλα τόσο καλά. Είχε αφήσει ένα δεύτερο άλογο σε μια σπηλιά στο βουνό. Θα χρησιμοποιούσε έναν χείμαρρο που γνώριζε για να σβήσει τα ίχνη του. Θα άφηνε το άλογό του να προχωράει μόνο του στο νερό και αυτός θα έβγαινε πεζός στην όχθη, σε ένα σημείο με πυκνούς θάμνους. Θα έφτανε στη σπηλιά και με το ξεκούραστο άλογο θα κατέβαινε από την άλλη πλευρά του βουνού. Δεν θα ξεκουραζόταν καθόλου και νωρίς το πρωί θα έφτανε στο Μπάνερ. Θα προλάβαινε το τρένο και θα επιβιβαζόταν με κατεύθυνση τα σύνορα της Πολιτείας. Και μόλις τα περνούσε… βασιλιάς!
Μπροστά στα μάτια του πέρασε πάλι η σκηνή που πυροβολούσε τους δύο ταμίες. Το κόκκινο αίμα που εμφανίστηκε πάνω στα πουκάμισά τους κι εκείνο το κόκκινο ρυάκι στην άκρη των χειλιών τους. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που είχε πυροβολήσει άνθρωπο.
Και γενικότερα, δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τα όπλα. Βλέπεις, από μικρός που ήτανε, ο πατέρας του δεν τον άφηνε να ασχολείται με αυτά. Ήταν κατά της οπλοχρησίας. Μάλιστα, του έλεγε συνέχεια κι αυτό το ηλίθιο γνωμικό, που είχε σκαρφιστεί μετά από κάμποσα ποτήρια ουίσκι: «Το περίστροφο, παιδί μου, είναι καταραμένο. Αν το χρησιμοποιήσεις, έχει την ιδιότητα να απορροφά όλη τη ζεστασιά της ψυχής και του κορμιού σου, και τότε το σιδερικό γίνεται ζεστό κι εσύ κρύος μέσα κι έξω…».
Φτάνει. Δεν θα σκεφτόταν άλλο ούτε τον πατέρα του, ούτε τους ταμίες που είχαν ξεψυχήσει μπροστά του… Θα σκεφτόταν μόνο γυναίκες, ακριβά ποτά, καθαρά κρεβάτια και πλούτη. Πλούτη που ήταν δικά του, που κρεμόντουσαν στην πλάτη του.
Γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω, όμως το μόνο που είδε ήταν το σύννεφο σκόνης που είχε σηκώσει το δικό του άλογο.
«Χα», σκέφτηκε, «θ’ αργήσουν αρκετά να με ακολουθήσουν. Ο χρόνος αυτός μου φτάνει για να τα κάνω όλα όπως πρέπει»…
Ο ήλιος είχε ανέβει στο ψηλότερό του σημείο και έκαιγε. Εδώ και λίγα λεπτά είχε μπει σε μια βραχώδη περιοχή και ανέβαινε προς το βουνό. Σπιρούνισε πιο δυνατά το άλογό του, που είχε ιδρώσει και αυτό με τη σειρά του και το τρίχωμά του γυάλιζε.
Ναι… Σε λίγες ώρες θα ήταν πολύ μακριά. Σε λίγες ώρες θα ήταν όλα υπέροχα.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σκέψεις του. Το άλογο ανέκοψε απότομα την ταχύτητά του κι εκείνος δεν πρόλαβε να κρατήσει την ισορροπία του. Το ζώο σηκώθηκε στα δύο πισινά του πόδια κι αυτός αναγκάστηκε να αφήσει το χαλινάρι, την ώρα που ήδη βρισκόταν πεσμένος στο χώμα.
Ένιωσε έναν δυνατό πόνο στην πλάτη και στον σβέρκο, από το πέσιμο. Ο ένας από τους δύο σάκους, που είχε κρεμασμένους πάνω του, είχε ανοίξει και μερικές δεσμίδες χαρτονομισμάτων σκόρπισαν ολόγυρα.
-Μπάσταρδο, ψωράλογο!, φώναξε καθώς είδε πως το ζώο είχε ήδη απομακρυνθεί από κοντά του.
-Τι στο διάολο σ’ έπιασε; ρώτησε, σα να περίμενε πως θα έπαιρνε κάποια απάντηση.
Πριν ακόμα τελειώσει τη φράση του, άκουσε έναν σφυριχτό ήχο στα δεξιά του. Γυρνώντας, κατάλαβε. Είδε έναν κροταλία με την ουρά του υψωμένη, έτοιμο να επιτεθεί.
«Το βρωμόφιδο τρόμαξε το άλογο», σκέφτηκε.
Πριν συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να αντιδράσει, ένιωσε ένα δυνατό κάψιμο κάτω από το δεξί του γόνατο.
-Δεν είναι δυνατόν!, φώναξε. Με τσίμπησε, το καταραμένο!
Έβγαλε το περίστροφο. Πυροβόλησε μια, δύο, τρεις φορές. Μάταια. Το φίδι είχε ήδη χαθεί πίσω από μια μεγάλη πέτρα.
Προσπάθησε να θυμηθεί ότι ήξερε για τους κροταλίες. Λέγανε πως το φίδι αλλάζει δηλητήριο κάθε επτά ημέρες. Αν σε τσιμπήσει τις τρεις πρώτες, δεν έχεις πάνω από λίγα λεπτά ζωής. Μα τις υπόλοιπες, το δηλητήριο δεν ήταν τόσο ισχυρό, θα μπορούσες να τη βγάλεις καθαρή.
Είχε αρχίσει, όμως, να μην νιώθει το πόδι του.
-Δεν μπορεί, διάολε!, μονολόγησε.
Δεν μπορεί να στεκόταν τόσο άτυχος… Τα είχε σχεδιάσει όλα τόσο καλά στο μυαλό του. Η ζωή τον περίμενε να την ζήσει!...
Ο ήλιος έκαιγε, όμως αυτόν είχε αρχίσει να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Ένιωθε όλες τις κλειδώσεις του να πονάνε σαν να του τις κόβανε με πριόνι.
Και πάγωνε… Ένιωθε τόσο άδειος, νόμισε πως έβλεπε την ψυχή του να βγαίνει από το σώμα του…
Έβλεπε τον ήλιο, τον τύφλωνε και ήταν τόσο παράξενο που αυτός κρύωνε τόσο πολύ. Τα χέρια του κρέμασαν στο πλάι. Το δεξί του ακούμπησε την κάννη του περιστρόφου του που έκαιγε, τόσο από τους τελευταίους πυροβολισμούς, όσο και από τον ήλιο που πύρωνε το σίδερο.
Αυτό ήταν και το τελευταίο πράγμα που ένιωσε. Και, λίγο πριν πεθάνει τόσο μόνος, ένα πράγμα πρόλαβε να σκεφτεί…
«Το περίστροφο, παιδί μου, είναι καταραμένο. Αν το χρησιμοποιήσεις, έχει την ιδιότητα να απορροφά όλη τη ζεστασιά της ψυχής και του κορμιού σου, και τότε το σιδερικό γίνεται ζεστό κι εσύ κρύος μέσα κι έξω…».

ΤΕΛΟΣ



ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΝΕΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ
ΜΙΚΡΟΥ ΚΑΟΥ-ΜΠΟΫ!
Εσύ, το απέκτησες;

5 σχόλια:

  1. Ένα εξαιρετικό διήγημα. Το να περικλείεις τόσα δυνατά συναισθήματα σε ένα τόσο μικρό κείμενο, προϋποθέτει ταλέντο στο γράψιμο. Πού κρυβόσουν τόσο καιρό, Βαγγέλη;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο Βαγγέλης μας έχει εκπλήξει ευχάριστα! Από μένα, ένα μπράβο και επισήμως...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σας λόγια !!! Υπάρχουν πολύ καλύτερα διηγήματα στο διαγωνισμό , παρόλα αυτά ήταν μια ωραία εμπειρία για μένα να ασχοληθώ πρώτη φορά με την συγγραφή ενός γουέστερν διηγήματος που πραγματικά θα το ξανακάνω με την πρώτη ευκαιρία ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...